- Στοιχαῖος
- Στοιχαῖος,= Στοιχαο̄εύς (sc. Ζεύς), IG12(3).376 ([place name] Thera).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Στοιχαίος — ὁ, Α προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επίθημα αῖος] … Dictionary of Greek